Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Γιαννούλης Χαλεπάς


Ο Γιαννούλης Χαλεπάς (Πύργος Τήνου, 14 Αυγούστου 1851  Αθήνα, 15 Σεπτεμβρίου 1938) είναι ο πιο διακεκριμένος γλύπτης της νεότερης Ελλάδας, με μυθιστορηματική ζωή ανάμεσα στην τρέλα και τον θρίαμβο.


Γιαννούλης Χαλεπάς (1851–1938)

Βιογραφία
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν γόνος οικογένειας φημισμένων τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο πατέρας του, Ιωάννης, και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στο Βουκουρέστι, την Σμύρνη και τον Πειραιά. Ο Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια του, είχε έφεση στην μαρμαρογλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που ετοίμαζε ο τελευταίος για διάφορες εκκλησίες. Οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο, αλλά ο ίδιος τελικά αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική. Από το 1869 έως το 1872, μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση. Το 1873 έφυγε για το Μόναχο με υποτροφία του Πανελλήνιου Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην εκεί Ακαδημία Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Μαξ φον Βίντμαν (Max von Windmann). Κατά την διάρκεια της παραμονής του στο Μόναχο, εξέθεσε τα έργα του Το παραμύθι της Πεντάμορφης και Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα, για τα οποία και βραβεύθηκε. Παρουσίασε επίσης τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, μαζί με το ανάγλυφο της Φιλοστοργίας, στην Έκθεση των Αθηνών το έτος 1875. Το 1876 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο. Το 1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, και τον ίδιο χρόνο άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την Κοιμωμένη για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Την Κοιμωμένη του από το πήλινο πρόπλασμα την μετέφεραν αργότερα με το γλύφανό τους στο μάρμαρο οι μαρμαρογλύπτες Χαμηλός και Αλεξάκης. Τον χειμώνα του 1877 προς 1878, ο Χαλεπάς υπέστη νευρικό κλονισμό. Χωρίς κανέναν προφανή λόγο, άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε κατ' επανάληψη να αυτοκτονήσει. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα αίτια της ψυχασθένειάς του ήταν η τελειομανία του, η υπερκόπωση από την αδιάκοπη εργασία και ένας ατυχής έρωτας για μία νεαρή συμπατριώτισσά του, που την ζήτησε σε γάμο και οι γονείς της αρνήθηκαν να του την δώσουν. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, με την ψυχολογία και την ψυχιατρική ακόμα στα πρώτα τους στάδια, οι γονείς του Χαλεπά και οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα βαθύτερα αίτια της ψυχασθένειας του νεαρού γλύπτη. Έτσι οι γονείς του τον έστειλαν ταξίδι στην Ιταλία, για να συνέλθει, αλλά η θεραπεία ήταν μόνο πρόσκαιρη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα άρχισαν ξανά τα συμπτώματα: καταβύθιση στην σιωπή, απομόνωση, παραμιλητό και αναίτιο γέλιο. Καθώς η κατάστασή του επιδεινώνονταν συνεχώς, το 1888, οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» και οι δικοί του αποφάσισαν να τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Στο Ψυχιατρείο, ο Χαλεπάς αντιμετωπίστηκε με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη: οι γιατροί και οι φύλακες είτε του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος είχε δημιουργήσει και είχε κρύψει στο ερμάριό του. Λέγεται πως από όσα προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο Ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, κλεμμένο από κάποιον φύλακα και παραπεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου ξαναβρέθηκε τυχαία το 1942. Το 1901, πέθανε ο πατέρας του και έναν χρόνο μετά, η μητέρα του πήγε στο Ψυχιατρείο για να τον πάρει πίσω μαζί της στον Πύργο της Τήνου. Στην Τήνο έζησε υπό την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του, η οποία πίστευε ότι ο γιος της τρελάθηκε από την τέχνη. Για τον λόγο αυτό, η μητέρα του δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί ξανά με την γλυπτική, σε σημείο που αν εκείνος έφτιαχνε κάτι στοιχειώδες με κάρβουνο ή πηλό εκείνη το κατέστρεφε. Όταν πέθανε η μητέρα του το 1916, ο Χαλεπάς είχε ξεκόψει παντελώς από την τέχνη του. Ζούσε πάμφτωχος βοσκώντας πρόβατα και φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού. Βρήκε ωστόσο το κουράγιο και άρχισε ξανά να ασχολείται με την γλυπτική. Τα μέσα που διέθετε ήταν παντελώς πρωτόγονα και το επαρχιακό περιβάλλον εχθρικό προς κάθε αλαφροΐσκιωτο, αλλά εκείνος με πείσμα άρχισε να δημιουργεί για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο. Το 1923, ο Θωμάς Θωμόπουλος, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και θαυμαστής του Χαλεπά, αντέγραψε σε γύψο πολλά έργα του γλύπτη για να τα παρουσιάσει στην Ακαδημία Αθηνών το 1925. Η έκθεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να βραβευθεί ο γλύπτης το 1927 με το Αριστείο των Τεχνών. Το γνήσιο ταλέντο του, αλλά και η φήμη του τρελού γλύπτη που ξαναβρήκε τα λογικά του, τον καθιέρωσαν ως τον «Βαν Γκογκ», τον «Ροντέν» ή τον «Πικάσο» των νεοτεριστών καλλιτεχνών. Το1928 πραγματοποιήθηκε δεύτερη έκθεση έργων του στο Άσυλο Τέχνης, και το 1930, με την επιμονή μιας ανεψιάς του, ο γλύπτης αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κοντά στους δικούς του, πάντα δημιουργικός και «μέσα στην πανελλήνια δόξα»…..


Ένα από τα πιο ονομαστά γλυπτά του Γιαννούλη Χαλεπά, η Κοιμωμένη, στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών


ΙΔΡΥΜΑ ΤΗΝΙΑΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ


«Ο Γιαννούλης Χαλεπάς στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού»
Η πρώτη μόνιμη έκθεση όλων των έργων του Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938), πραγματοποιήθηκε χάρις στη γενναιοδωρία της Διοικούσης Επιτροπής του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου (Π.Ι.Ι.Ε.Τ.). Στο μέγαρο του Ιδρύματος Τηνιακού Πολιτισμού, στην αίθουσα ΓΙΑΝΟΥΛΗ ΧΑΛΕΠΑ, εκτίθενται 22 γλυπτά, δέκα πέντε γύψινα προπλάσματα, τρία πήλινα αγαλματάκια και τέσσερα χάλκινα έργα, καθώς και τρία σχέδια με μολύβι.  Όλα κατανέμονται και στις τρεις περιόδους της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Στα πρώτα δημιουργικά χρόνια του Χαλεπά (1875-1878), ανήκει το γύψινο ανάγλυφο της «Φιλοστοργίας», της μητρικής στοργής, που ολοκλήρωσε το 1875 σε ηλικία μόλις 24 ετών, όταν ήταν φοιτητής στο Μόναχο. Τα περισσότερα έργα χρονολογούνται στην γνωστή ως δεύτερη καλλιτεχνική περίοδο (1918-1930), που έζησε στη γενέθλια γη, στον Πύργο της Τήνου. Όλα τα έπλασε στα δύσκολα, αλλά εξαιρετικά δημιουργικά χρόνια, που ακολούθησαν το θάνατο της μητέρας του το 1916. Τα είκοσι έργα αυτής της περιόδου αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα σύνολα της νεοελληνικής γλυπτικής και συγκαταλέγονται ανάμεσα στις σπουδαιότερες πλαστικές δημιουργίες της ευρωπαϊκής τέχνης. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Αθήνα (1930-1938), ανήκουν το γύψινο ανάγλυφο με τον «Ευαγγελισμό» (1936), καθώς και τα σχέδια με μολύβι.

Την έκθεση συνοδεύουν:
·     Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά, Ο Γιαννούλης Χαλεπάς στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, έκδ. Ι.ΤΗ.Π., Αθήνα 2005, σε δύο γλώσσες, ελληνικά και αγγλικά.
·    Ο κατάλογος: «ΙΙΙ Περίοδος ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ ΧΑΛΕΠΑ», έκδ. Ι.ΤΗ.Π., Ίνδικτος, Αθήνα 2005.
·     Φωτογραφίες και πιστά αριθμημένα αντίγραφα έργων του Χαλεπά


Γιαννούλης Χαλεπάς

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς είναι μια εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση στη νεοελληνική γλυπτική, αφού μια τραγική μοίρα σημάδεψε την καλλιτεχνική του πορεία. Προικισμένος με ξεχωριστό ταλέντο, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Σχολείον των Τεχνών και από το 1872, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, συνέχισε στην Ακαδημία του Μονάχου. Παρά τις συνεχείς διακρίσεις, η διακοπή της υποτροφίας του τον ανάγκασε να επιστρέψει το 1876 στην Αθήνα. Αν και είχε ήδη γίνει γνωστός στην εύπορη αθηναϊκή κοινωνία και άρχισε αμέσως να δέχεται παραγγελίες, το 1878 εκδηλώθηκαν τα πρώτα συμπτώματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς, αφού φαίνεται ότι η διακοπή των σπουδών του και μια ερωτική απογοήτευση στη συνέχεια έπληξαν τον ευαίσθητο ψυχισμό του. Έτσι, τη χρονιά αυτή, έκλεισε η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής τα θέματά του, εμπνευσμένα κυρίως από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία, όπως οΣάτυρος που παίζει με τον Έρωτα (1877), ανταποκρίνονται στην κλασικιστική του παιδεία, ενώ με το Κεφάλι Σατύρου (1878) στρέφεται ταυτόχρονα και στη ρεαλιστική απόδοση. Η σταδιακή επιδείνωση της υγείας του τα χρόνια που ακολούθησαν οδήγησε στον εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας από το 1888 ως το 1902 και στη διακοπή της εργασίας του για σαράντα ολόκληρα χρόνια αφού, μετά την έξοδό του από το Ψυχιατρείο και την εγκατάστασή του στην Τήνο, ό,τι έπλαθε το κατέστρεφε είτε ο ίδιος είτε η μητέρα του, που φαίνεται ότι θεωρούσε τη γλυπτική υπαίτια για την ασθένεια του γιου της. Ο θάνατος της μητέρας του το 1916 υπήρξε καθοριστικός, αφού ο Χαλεπάς μπορούσε πλέον απερίσπαστος να αφοσιωθεί στην τέχνη του. Σε αυτή τη φάση όμως τίποτα δεν θυμίζει το παλιό του ύφος. Τώρα εμφανίζει ένα ύφος ελεύθερο, αυθόρμητο και πηγαίο και επικεντρώνεται στην ουσία των συνθέσεων και όχι στη λεπτομερή επεξεργασία της επιφάνειας, την εκλέπτυνση ή την ωραιοποίηση. Έχοντας αφήσει πίσω τα διδάγματα της Ακαδημίας, μοιάζει σα να δοκιμάζει τις δυνάμεις του, αντλώντας από την περίοδο που ο ίδιος είχε δηλώσει ότι προτιμούσε: την «πριν Φειδίου». Οι μορφές του γίνονται στιβαρές, επιβλητικές, μερικές φορές σχεδόν ιερατικές, εσωστρεφείς και αποτραβηγμένες σε ένα δικό τους κόσμο, και οι συνθέσεις αποτελούνται από όγκους συμπαγείς, χωρίς κενά, κατεργασμένους τόσο, ώστε να τονίζουν τα ουσιαστικά στοιχεία της φόρμας. Τα έργα εξακολουθούν να διατηρούν τον περίοπτο χαρακτήρα που είχαν και στην πρώτη περίοδο, ενώ διάφορα παραπληρωματικά στοιχεία, πιθανότατα με κρυφούς συμβολισμούς, εμπλουτίζουν σε συχνά το κεντρικό θέμα. Φτιάχνει προπλάσματα σε πηλό χωρίς να ενδιαφέρεται για μια τελειοποιημένη εκδοχή και δουλεύει πολλά θέματα ταυτόχρονα. Χωρίς να χρησιμοποιεί σκελετό, γιατί θα περιόριζε την εκφραστική του ελευθερία, εξακολουθεί να πλάθει συνθέσεις εμπνευσμένες από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία, μεμονωμένες μορφές, γυναικεία γυμνά, αλλά και τα χαρακτηριστικά διμέτωπα έργα, επιλέγοντας πιθανότατα θέματα που υποδηλώνουν τα προσωπικά του βιώματα.